κερατοειδής

κερατοειδής
κερᾱτο-ειδής, ές,
A like horn, χιτών external coat of the eye, Cels.7.7.13, Poll.2.70, Aët. 7.1, etc.
2 applied to a part of the coat, opp. λευκός, Ruf.Onom. 27, cf. Gal.UP10.3 (distinguishing cornea from sclera).
II hornshaped,

λοβοί Dsc.2.158

;

γωνίαι J.BJ5.5.6

; μορφή Sch.Arat. 779.
III sounding like a horn,

ἦχοι D.H.Comp.14

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κερατοειδής — like horn masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερατοειδής — ές (ΑΜ κερατοειδής, ές) 1. αυτός που έχει σχήμα κέρατος, αυτός που μοιάζει με το κέρατο ως προς το σχήμα («α. κερατοειδεῑς γωνίαι» β. «το κερατοειδὲς τῆς σελήνης») 2. φρ. ανατ. «κερατοειδής χιτώνας» ή «κερατοειδής υμένας» ο εμπρόσθιος εξώτατος… …   Dictionary of Greek

  • κερατοειδής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. αυτός που μοιάζει στο σχήμα με κέρατο: Η παράταξη ήταν κερατοειδής. 2. «κερατοειδής χιτώνας του ματιού», ο εξωτερικός διαφανής υμένας του ματιού που φράζει το μπροστινό άνοιγμα του σκληρού χιτώνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κερατοειδῆ — κερατοειδής like horn neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κερατοειδής like horn masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κερατοειδής like horn masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερατοειδεῖ — κερατοειδής like horn masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) κερατοειδής like horn masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερατοειδεῖς — κερατοειδής like horn masc/fem acc pl κερατοειδής like horn masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερατοειδές — κερατοειδής like horn masc/fem voc sg κερατοειδής like horn neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερατοειδοῦς — κερατοειδής like horn masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερατοειδῶς — κερατοειδής like horn adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάτι — Το αισθητήριο όργανο της όρασης, με το οποίο γίνεται αντιληπτό το φως, το σχήμα και το χρώμα των φωτιζόμενων αντικειμένων. Ο άνθρωπος φέρει δύο οφθαλμικούς βολβούς, οι οποίοι καταλαμβάνουν τις οφθαλμικές κόγχες. Έχουν χαρακτηριστικό σφαιροειδές… …   Dictionary of Greek

  • -ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”